- προβληματίζω
- ΝΜ [πρόβλημα, -ατος]νεοελλ.1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, τού θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει»)2. μέσ. προβληματίζομαι(ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να εξαγάγω τα σωστά συμπεράσματαβ) μού δημιουργούνται σκέψεις, ερωτήματα, ανησυχίες για κάτι3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προβληματισμένος, -η, -οαυτός που έχει ερωτήματα, σκέψεις, ανησυχίες γύρω από ένα ζήτημα, από μια κατάσταση αυτός που προβληματίζεταιμσν.(μόνο το μέσ.) (ως αποθ.) προβάλλω κάτι ως αμυντικό μέσο, ως μέσο άμυνας.
Dictionary of Greek. 2013.